φιλόστοργος

φιλόστοργος
η , ο [ος , ον ] нежный, привязанный; нежно любящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φιλόστοργος" в других словарях:

  • φιλόστοργος — loving tenderly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόστοργος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει στοργικά, ο γεμάτος στοργή, ο στοργικός, ο τρυφερός (ιδίως για γονείς, παιδιά, αδέρφια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοστοργότερον — φιλόστοργος loving tenderly adverbial comp φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργότατα — φιλόστοργος loving tenderly adverbial superl φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργότατον — φιλόστοργος loving tenderly masc acc superl sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστόργως — φιλόστοργος loving tenderly adverbial φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόστοργον — φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτάτου — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτάτῳ — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτέρους — φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»